- κατείβω
- κατείβω (Α)(ποιητ. τ. τού καταλείβω)1. αφήνω κάτι να χύνεται, να ρέει, χύνω, στάζω, σταλάζω («τί νυ δάκρυ κατείβετον», Ομ. Οδ.)2. μτφ. καταπλημμυρίζω («Ἔρος... κατείβων καρδίαν», Αλκμ.)3. φρ. «κατείβετο γλυκὺς αἰών» — κατέρρεε, περνούσε, παρήλθε η γλυκιά ζωή του (Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + εἴβω «στάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.